τούμπανο

τούμπανο
τούμπανο, το και τύμπανο, το
1. το κρουστό μουσικό όργανο τύμπανο, το ταμπούρλο, νταούλι.
2. μτφ., ό,τι είναι εξογκωμένο, φουσκωμένο: Η κοιλιά του έγινε τούμπανο.
3. γνωστό, κοινολογημένο: Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τούμπανο — το, Ν βλ. τύμπανο …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • τουμπανιάζω — Ν [τούμπανο] 1. πρήζομαι, φουσκώνω και γίνομαι σαν τούμπανο 2. πεθαίνω και αποσυντίθεμαι 3. (μτβ.) δέρνω αλύπητα κάποιον ώστε να πρηστεί. Ν βλ. τυμπανίζω …   Dictionary of Greek

  • τουμπανιάζω — 1. αμτβ., γίνομαι τούμπανο, πρήζομαι, φουσκώνω: Η κοιλιά του τουμπάνιασε απ το πολύ φαγητό. 2. μτβ., κάνω κάτι να γίνει τούμπανο, πρήζω, το φουσκώνω: Τουμπάνιασα το ασκί με κρασί. 3. δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον τουμπάνιασε στο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • тимпан — др. русск. тумпанъ (псалт. 1280 г.; см. Срезн. III, 1037), тумбанъ (Нестор Искандер 9), тимпанъ (Проск. Арсен. Сухан. 245). Из греч. τύμπανον вид барабана или нов. греч. τούμπανο (где μπ читается как mb); см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 283; Гр. сл. эт …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • καμάρι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 45 κάτ.) της Αμοργού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμοργού του νομού Κυκλάδων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ., 325 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.… …   Dictionary of Greek

  • κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”